- μέλλοντας
- Ο χρόνος του ρήματος που φανερώνει κάτι που θα γίνει (θα γράψω το γράμμα) ή κάτι που θα γίνεται συνέχεια ή με επανάληψη (όλη τη νύχτα θα δουλεύω). Στην πρώτη περίπτωση ονομάζεται στιγμιαίος μ. και στη δεύτερη εξακολουθητικός. Υπάρχει επίσης και ο συντελεσμένος μ., ο οποίος φανερώνει κάτι που θα είναι τελειωμένο σε μια ορισμένη στιγμή στο μέλλον (στις τρεις το απόγεμα θα έχω έρθει). Οι τρεις αυτοί μ. καλούνται μελλοντικοί χρόνοι και είναι περιφραστικοί. Ο εξακολουθητικός μ. σχηματίζεται με το μόριο θα και την υποτακτική του ενεστώτα (θα κρύβω, θα κρύβομαι)· ο στιγμιαίος με το θα και την υποτακτική του αορίστου (θα κρύψω, θα κρυφτώ)· ο συντελεσμένος έχει δύο τύπους: ο πρώτος σχηματίζεται με το θα έχω και το απαρέμφατο του αορίστου: θα έχω κρύψει, θα έχω κρυφτεί· ο δεύτερος σχηματίζεται με δύο τρόπους: α) με το θα έχω και τη μετοχή του παθητικού παρακειμένου –θα έχω κρυμμένο-η-ο (ενεργητική φωνή)· β) με το θα είμαι και τη μετοχή του παθητικού παρακειμένου –θα είμαι κρυμμένος-η-ο (παθητική φωνή).
Στα αρχαία ελληνικά, ο μ. ήταν μονολεκτικός χρόνος και είχε τον ίδιο τύπο τόσο στον εξακολουθητικό όσο και στον στιγμιαίο, με διάφορες καταλήξεις.
* * *ο (Α μέλλων)ο χρόνος τού ρήματος που δηλώνει ότι μια πράξη θα γίνεται επαναληπτικά στο μέλλον ή θα γίνει μία φορά ή θα έχει τελειώσει κάποια στιγμή τού μέλλοντος (α. «διαρκής [ή εξακολουθητικός] μέλλοντας» β. «στιγμιαίος μέλλοντας» γ. «συντελεσμένος [ή τετελεσμένος] μέλλοντας»).[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μέλλων (> μέλλοντας) είναι ουσιαστικοποιημένος τ. τού αρσ. τής μτχ. τού ρ. μέλλω].
Dictionary of Greek. 2013.